- Ἶλιαδας
- Ἶλῐᾰδας1 son of Ileus (of Lokris). Αἶαν, τεόν τ' ἐν δαιτί, Ἰλιάδα, νικῶν ἐπεστεφάνωσε βωμόν (v. l. Οἰλιάδα) O. 9.112
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Ἰλιάδας — Ἰ̱λιάδᾱς , Ἰλιάδαι descendants of Ilos masc acc pl Ἰ̱λιάδας , Ἰλιάς Troy fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οδύσσεια — Επικό ποίημα του Ομήρου (βλ. λ.). Η Ο. είναι ένα επικό ποίημα χωρισμένο από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς σε 24 επίσης ραψωδίες, και ξεπερνά τους 12.000 εξάμετρους στίχους. Δέκα χρόνια μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου, ο Οδυσσεύς εξακολουθεί… … Dictionary of Greek
ζήτα — το (AM ζῆτα) 1. το έκτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου 2. φρ. α) «το ζήτα τής Ιλιάδας» η έκτη ραψωδία τής Ιλιάδας β) «το ζήτα τής Οδύσσειας» η έκτη ραψωδία τής Οδύσσειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοινικ. zayin ή, μάλλον, από τον αραμαϊκό τ. zayit τού… … Dictionary of Greek
ομηρικός — ή, ό (Α ὁμηρικός, ή, όν) [Όμηρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όμηρο («ομηρικά έπη») 2. αυτός που απαντά στην ποίηση τού Ομήρου ή αυτός που γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο τού Ομήρου (α. «ομηρικοί ήρωες» β. «τῶν νεωτέρων καινοτομούντων...… … Dictionary of Greek
Αιθιοπεύς — Αἰθιοπεύς ( ῆος), ο (Α) ο Αιθίοπας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τύπος Αἰθιοπεὺς πλάστηκε απο τον Καλλίμαχο με βάση τον ομηρικό ανώμαλο πληθ. Αἰθιοπῆες, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για λόγους μετρικούς στο τέλος στιχου τής Ιλιάδας (Α 423)] … Dictionary of Greek
Η η — ήτα (Α ἦτα) 1. το όγδοο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου 2. ως αριθμητ. η΄ =8 ή 8ος, ῃ=8.000 ή 8.000ός νεοελλ. μσν. 1. με το Η δηλώνεται η έβδομη ραψωδία τής Ιλιάδας και με το η η έβδομη ραψωδία τής Οδύσσειας νεοελλ. 1. φυσ. Η σύμβολο μονάδας… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Πρίαμος — Μυθικός βασιλιάς της Τροίας, γιος του Λαομέδοντα. Είχε πολλές γυναίκες και ευνοούμενες, μεταξύ των οποίων σημαντικότερη ήταν η Εκάβη. Ήταν πατέρας 50 παιδιών, τα ονόματα των οποίων αναφέρονται σχεδόν όλα από την παράδοση. Νέος ακόμα είδε την… … Dictionary of Greek
αήσυλος — ἀήσυλος, ον (Α) ο ασεβής, αισχρός, άπρεπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται περί άπαξ ειρημένου τύπου τής Ιλιάδας (Ε 876: ἀήσυλα ἔργα). Πιθανώς να προήλθε από μεταπλασμό τού τ. αἴσυλος, για μετρικούς κυρίως λόγους, με επίδραση τών ἄημι, ἀήσυρος. Κατά τον… … Dictionary of Greek
αισυητήρ — αἰσυητήρ ( ῆρος), ο (Α) (λέξη αντιγράφων της Ιλιάδας, ως επίθ. του κοῡρος) ευτυχής, πλούσιος ή ποιμένας, βοσκός άλλοι διαβάζουν αἰσημνητήρ και ερμηνεύουν ηγεμονικός, αρχοντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. αποτελεί παράγωγο του αἰσυφυῶ,… … Dictionary of Greek
ακή — (I) ἀκὴ, η (Α) αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκὴ ανάγεται στη ΙΕ ρίζα *ακ που σήμαινε «οξύς, αιχμηρός, κοφτερός». Με την ίδια ρίζα συνδέονται πολλές λέξεις τής Ελληνικής, όπως ἄκρος, ἄκων, ἀκόντιον, ἀκμή, ἀκόνη κ.ά. Αντίθετα προς τη λ. ἀκή, που σώθηκε… … Dictionary of Greek